Επιθεωρήτρια... βάθους!
Επιθεωρήτρια... βάθους!
Διήγημα*, του Νίκου Ανδρείου
Το κρεβάτι της στρωμένο σχεδόν τέλεια.
– « Άτιμο γλαύκωμα » σιγοψιθύρισε, πάει καιρός που δε έβλεπε καλά.
Το στρώμα σκληρό σαν ασκητής απ’ τη νηστεία, τα σεντόνια καθαρά σαν ήσυχα σύννεφα, το πάπλωμα φθαρμένο όπως το σώμα της.
Επιθεώρησε το χώρο για ακόμα μια φορά, ο χρόνος δεν κυλούσε για να πάρει το επόμενο χάπι και όμως το μισοάδειο ποτήρι με τη χαρτοπετσέτα ακουμπισμένη ευλαβικά στα χείλη του ήταν η μόνη αποκρυσταλλωμένη αλήθεια που κατείχε. Το ήξερε, περίμενε… προσπαθούσε να θυμηθεί τί της θύμιζε και περίμενε. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ ή μήπως είχε και αν ναι, που ήταν ο άντρας της(;) σκέφτηκε.
Παιδιά ; Δεν είχε παιδιά ; Αποκλείεται!
Αποκλείεται να είναι παντρεμένη και να μην έχει παιδιά. Αυτό ονειρευόταν από μικρό κοριτσάκι, να έρθει η στιγμή που θα ζωντάνευαν τα παιδικά της παιγνίδια. Δεν μπορεί, σκέφτηκε. Κάπου θα υπάρχουν σε αυτή την τρύπα φωτογραφίες μου. Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη μικρή μεταλλική ντουλάπα και άρχισε να πετάει κάτω ένα προς ένα τα σκούρα της ρούχα. Τίποτα. Πέταξε με όση δύναμη είχε καταγής το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου της, έτσι που η ηχώ έσπασε τη μουντή σιωπή. Ακολούθησαν την ίδια πορεία προς τα κάτω, το δεύτερο και το τρίτο συρτάρι με τα λιγοστά εσώρουχα. Τώρα ένα άτυπο παζάρι είχε στηθεί μπροστά της υπό τη μορφή λοφίσκου και εκείνη σκεφτόταν πως είχε περάσει η ώρα που έπρεπε να πάρει το χάπι της. Μα αλήθεια! Ποιος νοιαζόταν; Δεν υπήρχε ούτε μία αποτυπωμένη απόδειξη πως κάποιος νοιαζόταν, πως σε κάποιον έλειπε η παρουσία της, έστω η απουσία της .
Ξαφνικά σκέφτηκε να ελέγξει τα χέρια της, δεν μπορεί… αν ήταν παντρεμένη θα υπήρχε η δέσμη χρυσού που ονομάζουμε βέρα, το σύμβολο της αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης , το ενδεικτικό καλής διαγωγής. Τίποτα .
Δεν σκίαζε τίποτα, ούτε κατ’ ελάχιστο τα ξερακιανά της χέρια. Αρκετά οι σκέψεις μονολόγησε, ώρα για το χάπι μου. Πατώντας πάνω στο "παζάρι" της και κάνοντας ακόμα δύο βήματα, έφτασε στο τραπεζάκι που δέσποζε το ποτήρι με το πέπλο χαρτοπετσέτα. Έβγαλε το μικρό μωβ χαπάκι από την τσέπη της ρόμπας της και οδηγώντας το αργά στο στόμα, άρχισε να το μασάει σαν να ήταν μαστίχα. Κοίταξε το ποτήρι, μα δεν ήπιε. Έριξε το νερό κατάχαμα, ενώ μηχανικά με το άλλο της χέρι άνοιγε την κάνουλα από το βρυσάκι που ήταν πλάι στο μικρό τραπέζι.
Το ποτήρι ήταν τώρα πάλι μισοάδειο και εκείνη κοιτούσε τα πόδια της.
Τα νύχια της ήταν μακριά γαμψά και κίτρινα σαν μουχλιασμένη μουστάρδα. Θα πρέπει να κάνω ηλιοθεραπεία σκέφτηκε. Ήταν η ώρα που χτύπαγε το κουδούνι για τον προαυλισμό και στα μεγάφωνα ανακοίνωναν τις υπηρεσίες των κρατουμένων που δεν θα προαυλίζονταν λόγω υπηρεσίας στα μαγειρεία και την καθαριότητα.
–Τώρα η σιδερένια πόρτα του κελιού της ήταν ανοιχτή και εκείνη τη διάβαινε ξυπόλητη. *
*Διήγημα από το ανέκδοτο βιβλίο " Σφραγιδόλιθοι", του Νίκου Ανδρείου