”Γράμμα χωρίς γραμματόσημο”

Δημοσιεύτηκε στις 30/04/2020    

Γράμμα χωρίς γραμματόσημο*

 

Διήγημα, του Νίκου Ανδρείου

 

Είναι αλήθεια, τραβήχτηκα πολλές φορές από την αγκαλιά σου, σαν να σε έδιωχνα από κοντά μου και μάλιστα με περίσσιο πάθος -ων συναισθηματικά ανάπηρος απ’ τις πληγές μου...- . Δεν θα υποκριθώ, κάποιον άλλον, ότι μου αρέσουν οι πολλές εγγύτητες και τα «γλυκανάλατα»… Και όλα αυτά μέχρι να έρθει εκείνη, η μία, η ανεπίστρεπτη δική σου φυγή… -μέχρι τότε- Πάντοτε επέστρεφες, επέστρεφες αποφασιστικά και ακαριαία, ψιθυρίζοντάς μου: «Είσαι η ζωή μου, σε αγαπώ όσο τίποτα!». Και εγώ σαν νεοσσός κούρνιαζα στην αγκαλιά σου -Αχ... αυτή η μυρωδάτη αγκαλιά!- με κάποιες αποστάσεις -μην τρελαθούμε κιόλας- και’ συ γέλαγες, με αυτό το αφειδώλευτο γεμάτο λαμπρότητα και ικμάδα χαμόγελό σου, καθώς εγώ συνοφρυωνόμουν με τη σκέψη: «Κοίταξε, πως με τούμπαρε πάλι… στο λεπτό» και ας μην το παραδεχόμουν φανερά -τώρα καταλαβαίνω πως ήταν ένα από τα παιγνίδια μας-.

 

Αεράκι δροσερό εσύ -σε νησιώτικο λιμανάκι-, μπουρινιασμένο Πειραιώτικο καράβι εγώ -συνδυασμός της «συμφοράς» και του αφάνταστου ονείρου-.

 

Θέλω να ξέρεις -μία και καλή-, πως πάει καιρός που προσπαθώ να σε ξεχάσω ολότελα. Αν υπήρχε μία μέθοδος, ένα φάρμακο, μία «πετυχημένη» λοβοτομή που να ξεριζώνει κάθε μνήμη ακόμα και από το ασυνείδητο, ευχαρίστως θα υποβαλλόμουν σε αυτήν! Με μόνη προσδοκία να μην πονάω τόσο βαθιά και ανελέητα απ’ την έλλειψή σου. Μια έλλειψη, που θυμίζει έκλειψη και τραβά στο σκοτάδι της γέννας μου… πριν… πολύ πριν ακόμα γεννηθώ και υπάρξω. Δεν υπάρχει όμως, κάτι τέτοιο. Θα ήταν ίσως η τρομακτικότερη «εφεύρεση» στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας -αν δεχτούμε πως υπάρχει τέτοια- … με τόσο μεγάλο έλλειμμα Ανθρωπιάς-.

Και τώρα που σου γράφω, ακόμα και τώρα κάτι μου λέει μέσα μου: –«Σταμάτα, πάρτο απόφαση δεν θα γυρίσει ποτέ ξανά πίσω, μάθε να ζεις χωρίς αυτήν» και όμως, συνεχίζω να γράφω, συνεχίζω να γράφω σπάζοντας μολύβια, πένες, πλήκτρα για να ακούω, λες, τους ανεπαίσθητους ήχους της φθοράς, μπας και το πάρω απόφαση. Όλα μία ημέρα παρέρχονται… όλα αλλάζουν… όλα μεταλλάσσονται… όλα πεθαίνουν… Μόνο αυτό που αισθάνομαι για εσένα μένει ίδιο, αναλλοίωτο, ακέραιο, αφοπλιστικά ιερό και ανέγγιχτο.

 

Παραλογίζομαι… είναι στιγμές, που εύχομαι να ήσουν μία άλλη, να μην είχες αυτήν την λευκή ολοκάθαρη ψυχή, να μην ήσουν αέρινη μα πάντοτε ανθρώπινη και συμπονετική ή ακόμα καλύτερα να μην σε είχα γνωρίσει ποτέ! Ακόμα και τότε όμως -άλλοτε σκέπτομαι-, εσύ θα ζούσες με έναν δικό σου τρόπο μέσα μου και’ γω θα κατέληγα να πονώ το ίδιο, παρόμοια. Ίσως και περισσότερο, μάλιστα. Η καρδιά και η ψυχή μου θα ήταν σαν ορφανή με το όμοιό της, σαν ασύνδετη με το διαπλανητικό/απόκοσμο και μηδέποτε πεπερασμένο σύστημα της Αγάπης… της Αγάπης σου!

 

Ευχή και κατάρα να σε έχουν αγαπήσει όπως εσύ εμένα και εγώ εσένα! Ευχή γιατί δεν είσαι/είμαι άμοιρος της Αγάπης, με όλα όσα τροφοδοτεί, επικουρεί και συνεπιφέρει· με κορυφαίο το να σε εξελίσσει σε καλύτερο άνθρωπο και κατάρα, γιατί όταν τη βιώσεις, τη γευτείς, τη νιώσεις· δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψύχος που να μπορεί να πλαισιώσει την ψυχή, την καρδιά και το σώμα, στην απώλειά της.

 

Κάθε πρωί σου λέω καλημέρα και κάθε βράδυ σε καληνυχτώ. Καμιά φορά σφίγγω το μαξιλάρι μου και κουλουριάζομαι, σαν να περιμένω το χάδι σου -πουθενά δεν βρίσκω το άγγιγμά σου-. Γιατί με ξέχασες; Τόσο δύσκολο είναι να έρχεσαι κάθε βράδυ στα όνειρά μου; Και θέλω τόσο να σε δω!

 

Αν παραπέσει τούτο το γράμμα… αν δεν φτάσει σε εσένα, αν ανεβρεθεί από ξένα χέρια, ξέρω τι θα πουν: Ο άνθρωπος είναι τρελός, το λιγότερο ημίτρελος. Δεν γίνεται να αισθάνεται αυτά που γράφει. Κοίτα συγγραφικές πόζες που παίρνει. Αυτά δεν γίνονται. Και άλλα πολλά.

Εγώ όμως ξέρω και φτάνει… όχι από αυτάρκεια, μήτε γιατί έπαψε να με νοιάζει η γνώμη του κόσμου -θυμάσαι κάποτε, τι μου είχες πει; –«Κοίτα να είσαι καλά και αδιαφόρησε πλήρως για τον κόσμο-, ή γιατί μέ όσα γράφω -σου γράφω- δεν θέτω σοβαρή υποψηφιότητα για τις παραπάνω «κατηγορίες»· αλλά γιατί όταν τελειώσει το «μελάνι» μου, θα πρέπει να κόψω ξανά τις φλέβες μου για να συνεχίσω να σου γράφω…

 

Όποιος δεν έχει μυρίσει αίμα, δεν μπορεί να φανταστεί την αποφορά αυτού του αιμάτινου γραφείου. Θύμιζε περισσότερο χασάπικο, του παλιού καιρού, παρά οικιακό περιβάλλον. Παντού υπήρχαν γάζες, νυστέρια, πένες με φτερά, φωτογραφίες, ημερολόγια και χαρτιά αλληλογραφίας. Όλα είχαν πάρει μία μουντή φαιά απόχρωση. Ο Άγγελος είχε κόψει τις φλέβες του -οριζόντια ευτυχώς- πάνω από επτά φορές. Και θα ήταν πολύ περισσότερες αν δεν είχε κατασκευάσει μόνος του ένα σύστημα συλλογής του αίματός του -κατά τα πρότυπα αιμοσυλλεκτών του Μεσαίωνα, όταν οι αφαιμάξεις ήταν ευρέως διαδεδομένες-. Ήθελε να γράψει όσα περισσότερα μπορούσε, από την άλλη έπρεπε να είναι «φειδωλός στις δηλώσεις» του, το «μελάνι» του δεν ήταν ατελείωτο… και ή διαύγειά του οσονούπω αμφίρροπη, να μην πω ετοιμόρροπη.

 

Ξαφνικά! Σκέφτηκε ότι δεν έιχε γραμματόσημα. Πώς θα έστελνε το γράμμα χωρίς γραμματόσημα!!! Τότε σκέφτηκε να προσευχηθεί. Είχε αρχίσει ήδη να έχει ρίγη και οι δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Με όση δύναμη είχε ψέλλισε: –«Θεέ μου, στείλε κανένα Αγγελάκι να πάρει το γράμμα μου και πες στη Μαμά μου να με περιμένει, έρχομαι...»

 

*Διήγημα του Νίκου Ανδρείου, από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων


 

Η Παρούσα δημοσίευση προστατεύεται από την κείμενη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία περί Πνευματικών Δικαιωμάτων! Απαγορεύεται η έντυπη αναδημοσίευσή της, συνολικά ή επί μέρους, χωρίς έγγραφη άδεια του Συντάκτη της. Οποιαδήποτε ηλεκτρονική αναδημοσίευση οφείλει να αναφέρει ρητά το Site-Blog: www.nikosandreios.com και τον εκάστοτε Συντάκτη της δημοσίευσης.