Η Μνήμη με έσωσε ή μήπως με φυλάκισε;

Δημοσιεύτηκε στις 14/08/2019    

Η Μνήμη με έσωσε ή μήπως με φυλάκισε;

 

Διήγημα του Νίκου Ανδρείου

 

Τα τελευταία χρόνια, ο ύπνος αποτελούσε τη μεγαλύτερη πολυτέλεια που ονειρευόταν ξύπνιος. Η ημέρα του ξεκινούσε στις 4:30 με 5:00 το πρωί, ακόμα και αν είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του μετά τη μία τα μεσάνυχτα! Και να σκεφτεί κανείς, πως όλα τα προηγούμενα χρόνια, τα πρώτα 67 του χρόνια, έκανε καθημερινό αγώνα για να σηκωθεί από το «γλυκό» του στρώμα. Έτσι το έλεγε, χαριτολογώντας, στην Ευτυχία τη γυναίκα του.

-«Δε φταίω εγώ που το στρώμα μου είναι τόσο γλυκό ρε Ευτύχω, ούτε που το κατάλαβα πως ξανακοιμήθηκα»

Η πρώτη του κίνηση κάθε πρωί, ήταν να ανοίξει τις γρίλιες και τα παράθυρα· αχάραγα ήταν, μα εκείνος θεωρούσε πως είναι καλύτερο να προϋπαντήσεις το φως, παρά να το υποδεχτείς σαν απρόσκλητο επισκέπτη που δεν μπορείς να του κλείσεις την πόρτα. Η δεύτερη κίνηση, πλύσιμο προσώπου ή μπάνιο αν δεν είχε κάνει από το βράδυ, κόντρα ξύρισμα, πλύσιμο δοντιών, χτένισμα, «αρωματοθεραπεία» και μετά βουρ στην κουζίνα για το μπρίκι με τα συναφή και τον πρώτο καφέ της ημέρας. Μόνο Δευτέρες και Τετάρτες το πρόγραμμα άλλαζε. Ήταν οι μέρες, που για αυτόν έκανε μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Παράθυρα, πλύσιμο και καφές.

Για κάποιον λόγο, ενώ ήταν Τετάρτη και το ήξερε, επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό του την πεποίθηση του πως ήταν Πέμπτη.

-«Είναι Τετάρτη, Τετάαααρτη ρε, πάει και τελείωσε… κάνε αυτό που πρέπει!» Μονολόγησε φωναχτά. Η ώρα ήταν 5:13, έσυρε γρήγορα τα βήματά του και από το μπαλκόνι που βρισκόταν διακτινίστηκε στην κρεβατοκάμαρά του. Πέταξε τις πιζάμες και ντύθηκε γρήγορα γρήγορα. Στις 5:24 έστριβε από την Αλ. Παπαδιαμάντη την Κουμπάτη Διαμάντεως με προορισμό την επόμενη γωνία, τη Σύρου, που είχε το φούρνο του ο Γιαννάκης από τη Χίο.

-«Καλημέρα κύριε Άγγελε τι κάνεις; πώς είσαι;»

-«Καλημέρα Γιαννάκη, καλά, όπως τα ξέρεις… εσύ;»

-«Ούτε κρύο ούτε ζέστη, πήρα και τις παπαρδέλες μου στο Λαϊκό χτές, άστα δε βαριέσαι»

-«Συνήθως κερδίζεις ό,τι σε κάνει να χάνεις και χάνεις ό,τι σε κάνει να κερδίζεις, άστα ρε Γιαννάκη»

-«Δίκιο έχεις. Ήρθες για την κασεροπιτούλα του παιδακιού; Δεν τις έχω φουρνίσει ακόμα, τώρα θα τις βάλλω. Έλα κατά τις 6:00»

-«Ναι ρε Γιάννο μου, για αυτό ήρθα. Αλλά θέλω μια χάρη»

-«Τί χάρη; Πες το και έγινε!»

-«Μπορείς σε παρακαλώ, να σταμπάρεις μία και να βάλλεις μέσα και αυτό το ροκφόρ, μου το ζήτησε ο Τάκης και δεν θέλω να του χαλάσω το χατίρι. Αύριο είναι και της Παναγίας, γιορτάζει και δεν θέλω να του χαλάσω το χατήρι, καταλαβαίνεις...»

-«Άκου λέει! Πες το και έγινε, φερ’ το δω»

-«Μόνο σε παρακαλώ, πρόσεξε μην τις μπερδέψεις, θα αναστατωθεί άμα το περιμένει και δεν βρει και το ροκφόρ»

-«Μη μου στενοχωριέσαι καθόλου» Έπιασε μια έτοιμη κασερόπιτα την άνοιξε προσεκτικά έβαλε το ροκφόρ που του είχε δώσει ο κ. Άγγελος και την έκλεισε ξανά προσεκτικά.

-«Ευχαριστώ πολύ Γιάννο μου, να είσαι πάντα καλά!»

-«Ορίιιιστε, την έβαλα και σε τούτο το μικρό ταψάκι χώρια για να μην μπερδευτεί, σε ένα μισάωρο θα είναι έτοιμη»

-«Θα ‛ρθω κατά τις 7:40 να την πάρω, σε ευχαριστώ και πάλι»

-«Ώρα καλή, εδώ θα είναι ζεστή και θα σε περιμένει»

Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, σκέφτηκε και άρχισε να επιστρέφει στην Παπαδιαμάντη, που ήταν το σπίτι του. Ποιο σπίτι του δηλαδή, το κατάλυμά του καλύτερα, που αναγκάστηκε να κρυφτεί σαν πληγωμένο ζώο μετά το κακό…

Το πραγματικό του σπίτι είχε πουληθεί για πενταροδεκάρες στους κορακομεσίτες, που βρήκαν ευκαιρία να πλουτίσουν στις πλάτες όσων έχουν ανάγκη χρημάτων στα χρόνια της άκριτης κρίσης, των… «Μνημονίων».

Ότι πολυτιμότερο είχε το έχασε… Το σπίτι στην Πειραϊκή με τη θέα στον Αργοσαρωνικό θα κοιτούσε. Δύσκολο να αποτυπώσει την ομορφιά ένα ζεύγος μάτια, η ζωή θέλει συντροφικότητα και μοίρασμα… Έξαλλου, έπρεπε να είναι κοντά και στον Τάκη και μακριά από τους «φιλάνθρωπους» γνωστούς με τις συνεχείς ερωτήσεις και το επίπλαστο, εμετικό, δήθεν ενδιαφέρον τους.

Η ώρα ήταν 6:35, ο Άγγελος μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο του και ετοιμαζόταν να ξυριστεί με περισσή επιμέλεια για δεύτερη φορά, ήθελε το ξύρισμά του σήμερα να είναι τέλειο, όσο το δυνατόν πιο επαγγελματικό. Αφού χτενίστηκε και αρωματίστηκε με την αγαπημένη του κολόνια, τη Drakkar Noir, κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρά του σχεδόν αυτοκρατορικά. Άνοιξε την ντουλάπα του, έβγαλε το σκούρο του κοστούμι, το πιο καλοκαιρινό, το διπλομάνσετο άσπρο του πουκάμισο και τη μαύρη του μεταξωτή γραβάτα, με τις αμυδρές πορφυρές λεπτομέρειες. Αφού ντύθηκε φόρεσε το ρολόι του και έπιασε στις μανσέτες του πουκαμίσου του τους μαύρους μεταξόκομπους αντί για μανικετόκουμπα. Η ώρα άλλοτε έτρεχε γρήγορα και άλλοτε κινούσε βασανιστικά, κυρίως όταν τον επισκέπτονταν οι αναμνήσεις. Κάπου είχε διαβάσει: «Η Μνήμη με έσωσε ή μήπως με φυλάκισε;»* και ένα δάκρυ κύλησε στο καλοξυρισμένο του μάγουλο. Δεν είχε απάντηση! Μόνο μία κατάβαθη κατάφαση να λύσει τον γρίφο της ζωής, της Ζωής του…

Στις 7:42 ο Άγγελος παραλάμβανε την κασεροροκφορόπιτα του Τάκη, πληρώνοντας τον Γιάννη με ένα ανεπαίσθητα πικρό χαμόγελο, ευχαριστώντας τον με ιδιάζουσα θέρμη.

-«Μωρέ στον γιο του πάει ή σε κηδεία, έλα Θε μου και Παναγία καλοκαιριάτικο» μονολόγησε ο φούρναρης.

-«Αλλά και τι να πει κανείς σε έναν καραβοτσακισμένο άνθρωπο. Μη σου τύχει το μεγάλο κακό, άμα σου τύχει κλάφτα!»

Στις 8:00 ακριβώς άνοιξε η πρώτη σιδερένια καγκελόπορτα επί της Αριστάρχου και ο Άγγελος προχώρησε από την μικρή ανηφέρια στη δεύτερη βαριά πόρτα που στο πλάι της αναγράφονταν οι κανονισμοί επισκεπτηρίου, με φαρδιά πλατιά την επιγραφή άνωθεν: «ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ-Ψυχιατρικό Τμήμα». Μετά τις πρώτες διατυπώσεις, την επίδειξη αστυνομικών ταυτοτήτων, τον έλεγχο των φορητών αντικειμένων και των επισκεπτών από τα μηχανήματα ανιχνεύσεως μετάλλων κλπ., όλοι οι επισκέπτες των κρατουμένων κατευθύνθηκαν στον προθάλαμο της αίθουσας του επισκεπτηρίου που είχε τραπέζια που έκαναν τον έλεγχό τους οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Σε αυτά τα λιγδιασμένα κόντρα πλακέ μπορούσαν να συνυπάρχουν από φαγητά και ρούχα μέχρι φορητά τρατζιστοράκια, μικρά ηλεκτρικά είδη -με συγκεκριμένες προδιαγραφές-, μέχρι… σαπούνια, πετσέτες, σεντόνια, σφουγγαράκια και παντόφλες.

Όταν έφτασε η σειρά του Άγγελου, ο φύλακας παράλαβε το τυροπιτοειδές.

-«Καλημέρα, τί έχουμε εδώ;» του είπε καθώς άνοιγε με ένα μαχαιράκι μία εγκάρσια τομή.

-«Καλημέρα, έφερα μία κασερόπιτα στον γιο μου, από τον φούρνο που είναι λίγο πιο πάνω»

-«Και τι είναι αυτό το πιο σκούρο που έχει μέσα;»

-«Αύριο, ο γιος μου ο Τάκης γιορτάζει και μου ζήτησε να πω στον φούρναρη να του βάλλει και ροκφόρ μαζί με το κασέρι»

-«Για μισόοο λεπτό, κύριε προϊστάμενε έρχεστε λίγο έχουμε παράβαση!»

Η κρίσιμη ώρα είχε φτάσει… όλα κρέμονταν από την άρνηση ή τη συγκατάνευση του προϊσταμένου. Αφού εξήγησε ο Φύλακας στον Αρχιφύλακα την… «παράβαση», ο Άγγελος είδε με ανακούφιση τον Αρχιφύλακα να γελάει, λέγοντάς του.

-«Ααααα εσείς είστε ο πατέρας του ροκφοράκια μας, μας έχει φάει εδώ και μέρες με την κασεροροκφορόπιτα! Θα το επιτρέψω μόνο για μία φορά και μόνο γιατί γιορτάζει… να μην ξαναγίνει. Έχουμε πει μόνο τυποποιημένα προϊόντα, μην τα ξαναλέμε»

-«Εντάξει κύριε Αρχιφύλακα» είπε απολογητικά ο Άγγελος, κατευθυνόμενος προς τον κύριο χώρο του επισκεπτηρίου, αφού παράλαβε την «παράβαση».

-«Μόνο για αυτήν τη φορά, δεν θα ξαναγίνει, ευχαριστώ πολύ»

 

-«Ρε μαλάκα, τί τον πρήζεις τον άνθρωπο; Ο γιος του κατέσφαξε τη γυναίκα του πάνω στην τρέλα του και παρόλα αυτά έρχεται και τον βλέπει ανελλιπώς, εδώ και 4,5 χρόνια σε κάθε επισκεπτήριο. Ααα γαμήσου… και έχασα και στο Pac man»

-«Εντάαααξει ρε Γιώργο, πώς κάνεις έτσι; Ο κανονισμ...»

-«Γάμα τον κανονισμό ρε! Μια γαμόπιτα έφερε όχι μπαζούκας. Εμένα την πίστα τώρα ποιος θα μου την περάσει; γαμώ την τρέλα μου εεεε;»

 

Ο Τάκης έτρωγε με βουλιμία την κασεροροκφορόπιτά του όταν άκουσε, απορημένος, τον πατέρα του να του λέει.

-«Ώρα να φύγω Τάκη να πάω για κει που πρέπει… θα ξαναβρεθούμε σίγουρα!»

Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Τάκης δέχτηκε ένα φιλί στο μέτωπο από τον πατέρα του και τον είδε να φεύγει γοργά. Μετά από λίγο σαν να άρχισε να βλέπει, να πλησιάζει η Μάνα του…

 

-«Δεν σκότωσα το παιδί μου κύριοι Δικαστές, το απελευθέρωσα!!! Μαζί του και εμένα...» ήταν η καταληκτική φράση της απολογίας του Άγγελου για τον θάνατο του Τάκη.

 

 

*Από το βιβλίο του Νίκου Ανδρείου, «Μάνες Ωχρές», Εκδ. Οσελότος, 2011, Αθήνα


Πηγή εικόνας: https://bit.ly/1Ri1iDP

Subscribe στο κανάλι Νίκος Ανδρείος: http://bit.ly/2k9mlPf
Like us on Facebook: http://bit.ly/2zMQZFk
Follow us on Twitter: http://bit.ly/2BjUi32
Follow us on Instagram: http://bit.ly/2hYQtbS
Official Website: https://www.nikosandreios.com/gr/

Η Παρούσα δημοσίευση προστατεύεται από την κείμενη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία περί Πνευματικών Δικαιωμάτων! Απαγορεύεται η έντυπη αναδημοσίευσή της, συνολικά ή επί μέρους, χωρίς έγγραφη άδεια του Συντάκτη της. Οποιαδήποτε ηλεκτρονική αναδημοσίευση οφείλει να αναφέρει ρητά το Site-Blog: www.nikosandreios.com και τον εκάστοτε Συντάκτη της δημοσίευσης.