Η Μπαλαρίνα

Δημοσιεύτηκε στις 23/03/2018    

Η Μπαλαρίνα

 

Διήγημα, του Νίκου Ανδρείου

 

«Un, deux, trois, quatre… αρμονία, un, deux, trois, quatre… σωστά, manific ! ». Το μάθημα είχε αρχίσει από τις 6 και 25 το πρωί που ανέτειλε ο ήλιος την καινούργια ημέρα. Μια ημέρα ηλιόλουστη μα όχι ιδιαίτερα ζεστή. Όλα έπαιρναν άλλη λάμψη και όγκο στο χώρο με τους τεράστιους καθρέπτες που κάλυπταν τους τοίχους. Το ξύλινο δάπεδο όπως πάντα καθαρό και καλογυαλισμένο, τόσο που ακόμα και η πιο μικροσκοπική φιγούρα καθρεπτίζονταν πάνω του. Τα στηρίγματα για τα χέρια των χορευτριών, στη μέση του αντικατοπτρίζοντας εικόνες τοίχου, σκεπασμένα με γάζες σαν να είχαν πάθει θλάση ή κάποιο διάστρεμμα. Η μόνη «παραφωνία» του χώρου, το μοναδικό αισθητικό ατόπημα. Αντίθετα τα χαμηλά στηρίγματα το ποδιών άστραφταν σαν να μην είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Έτοιμα ακόμα και για το πιο άμαθο άγγιγμα, στέκονταν στο ύψος τους. Παρά ταύτα, μόνο μία μικρή σε εμβαδόν μεριά του χώρου, ζούσε μέσα από την κίνηση των χορευτριών και της δασκάλας. Οι ήχοι γέμιζαν το δωμάτιο σαν βαρύ μεθυστικό άρωμα που δεν είχε τρόπο διαφυγής, ατάκτου εξατμίσεως.



Η mademoiselle ήταν πάντα κομψή και ευθυτενής σαν παροπλισμένος φάρος που ζητά την προσοχή παντός πλεούμενου. Πάντα εξέπεμπε τη Γαλλική κουλτούρα της, ακόμα και όταν ήταν άρρωστη. Είχε το πιο χαρακτηριστικό φτέρνισμα που έμοιαζε με τσίριγμα γκριφόν κανίς, με την πιο αξιοσημείωτη στο σκούπισμα της μύτης κοινωνική δεξιότητα μεγαλειοτάτης. Το άρωμά της λεπτό , γλυκό μα οξύ. Οι γάμπες της, σκληρές παρενθέσεις με ακόμα πιο σκληρό περιεχόμενο, απότοκο σκληρής δουλειάς, σημείο μιας άλλης εποχής λουσμένης στον ιδρώτα. Τα μαλλιά της πάντα πιασμένα κότσο με φιλέ στο χρώμα τους. Τα φρύδια της, μια λεπτή γραμμή αποτυπωμένη με μολύβι, βγαλμένα μέχρι υποψίας τρίχας.


 

«Πάμε spagate… πιο καλά ανοίξτε, ανοίξτε καλά». Οι χορεύτριες κραύγαζαν από τον πόνο μα εκείνη δεν άκουγε συνέχιζε να τις πιέζει στους ώμους κατά κάτω, τα νύχια της είχαν γίνει ένα με τα σώματά τους. «Αttention αν δεν το κάνετε όπως πρέπει δεν θα φύγετε πάμε για το τέλειο spagate, un, deux, trois». Τα δάκρυα για της μικρές είχαν στερέψει, οι μύες τους αισθάνονταν σαν να είχαν πάει επίσκεψη σε χασάπη, οι ισορροπίες είχαν λεπτύνει επικίνδυνα. Όμως εκείνη επέμενε, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Το πρόσωπό της έμοιαζε περισσότερο με Ρωσίδας παρά με Γαλλίδας. «Μην τολμήσετε να κατουρήσετε το δρύινο πάτωμά μου, αυτό σας λέω μόνο, δεν θα το επιτρέψω, jamais»! Οι μικρές ήταν έτοιμες να λιποθυμήσουν, η ατμόσφαιρα είχε γίνει πνιγηρή. Τόσο πνιγηρή που η mademoiselle αναγκάστηκε να προσεγγίσει την ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι του δρόμου. Καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα, ακούστηκαν νυχιές στο πάτωμα. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της έκθαμβη από τη ροή των πραγμάτων, μα πριν προλάβει να αντιληφθεί τη είχε συμβεί, οι χορεύτριες την είχαν σχεδόν παραμερίσει βγαίνοντας στο μπαλκόνι. «Oh mon dieu catastrophe» φώναξε. Το βήμα της σαν να άλλαξε ρυθμό και πάτημα μέσα σε λίγα λεπτά, θύμιζε άμαθο υπέρβαρο αθλητή που ανακάλυψε την έλξη της βαρύτητας. Βγήκε στο γυμνό μπαλκόνι, κοίταξε παντού πουθενά κανείς. Ξαφνικά είδε πως ένας ηλικιωμένος άντρας την κοίταζε από το απέναντι μπαλκόνι. « Bonjour είδατε τα κορίτσια μου;», «Ποια κορίτσια;» Απάντησε αυτός. «Αν εννοείς τις γάτες σου αν κοιτάξεις κάτω θα τις δεις κιμά, εύχομαι να καείς στη κόλαση μωρή αλλοπαρμένη Γαλλίδα». Εκείνη δεν απάντησε, μήτε κοίταξε κάτω. Μπήκε στο σπίτι – σχολή της και μονολόγησε «Εγώ ήθελα να τις μάθω να χορεύουν μόνο, όχι να κάνουν άλματα…!»



 

Την επόμενη ημέρα, κατόπιν αιτήματός της, η “Φιλοζωική Εταιρεία Αθηνών” της παρέδινε δύο ανάπηρα γατάκια, ένα τυφλό και ένα ακρωτηριασμένο στο ένα του πόδι, Ευχαριστώντας την θερμά για την... ευαισθησία της!