Ο ελέφαντας, το σχοινί και το παιδί!..
Ο ελέφαντας, το σχοινί και το παιδί!..
Του Νίκου Ανδρείου
Πολλά χρόνια… δεκαετίες ολόκληρες… ακούω, διαβάζω, μαθαίνω... -και «καταδύομαι» στα πιο μεγάλα μου ψυχικά βάθη- μέσα από την ιστορία/μύθο που σου γράφω, που επιθυμώ να σου αφηγηθώ…
Δεν έχει καμία σημασία που η ιστορία παραλλάσσεται κάποιες φορές -από τις τόσες που έχω έρθει σε επαφή μαζί της- στα περιφερειακά της στοιχεία, στις λεπτομέρειές της, στο τόπο που συνέβη(;). ΠΑΝΤΑ!.. Ο «πυρήνας» της στέκει αγέρωχος, δωρικός και απτόητος… ΜΟΝΟ διδάσκοντας μία μεγάλη α-λήθεια!
Η ιστορία...
Κάποτε σε μία χώρα της Ασίας είχε έλθει για να δώσει παραστάσεις ένας περιπλανώμενος θίασος εν είδει τσίρκο. Από στόμα σε στόμα είχε διαδοθεί το πόσο όμορφη ήταν η παράσταση με τους «κλόουν», τους «αρλεκίνους», τους χορευτές και τους ακροβάτες· μα κυρίως -κυριότατα!- για τα πανέμορφα άγρια ζώα που έκαναν και εκείνα νούμερα/επιδείξεις μαζί με τους ανθρώπους του τσίρκο σαν να ήταν φίλοι.
Σε μία από τις παραστάσεις ένα μικρό αγόρι μαζί με πατέρα του καθόταν φιλοπερίεργα και παρακολουθούσε αποσβολωμένο το θέαμα που όμοιο του δεν είχε δει ξανά. Μέχρι… μέχρι που εμαφανίστηκε ο Μάλι, ένας θεόρατος ελέφαντας που έκανε κόλπα μαγικά! Και όμως αν και το θέαμα ήταν απαράμιλλα πρωτόγνωρο… το παιδί μετά από λίγο έβαλε τα κλάματα ξαφνιάζοντας όχι μόνο τον πατέρα του αλλά και όλους τους παρακαθήμενους. Πάει… η μαγεία είχε χαθεί… η διάθεση είχε χαλάσει… Τι και αν ρωτούσε ο πατέρας το αγόρι τι του συμβαίνει, καμία απάντηση από το αγόρι.
Όταν με τα πολλά… η παράσταση τελείωσε το αγόρι μίλησε: -«Μπαμπά μόνο μία χάρη θέλω, θα μου την κάνεις;», -«Ναι παιδί μου πες μου, πές μου τι θέλεις» είπε ο πατέρας. Για να λάβει την απάντηση από τον γιο του:-«Θέλω να με πας να δω τον πιο θλιμμένο ελέφαντα του κόσμου από κοντά, δεν θα αντέξω να μην τον χαιρετήσω πριν φύγουμε!».
Ο πατέρας υπάκουσε στο θέλημα του γιου του, ξαφνιασμένος αλλά υπάκουσε. Καθώς προσέγγιζαν τη μεγάλη σκηνή που είχαν τα άγρια ζώα παρατήρησαν τα μεγάλα κλουβιά που τα είχαν φυλακίσει οι «φίλοι» τους οι άνθρωποι· μόνο ο Μάλι ήταν εκτός κλουβιού, δεμένος με ένα λεπτό σχοινάκι που κατέληγε σε έναν μικρό πάσαλο μπηγμένο στο χώμα -που ίσα κρατιόταν και έστεκε-.
Κάθισαν για λίγο… και αφού το παιδί καληνύχτισε τον μεγάλο του φίλο με ένα χάδι και ένα φιλί, έφυγαν…
Το παιδί ποτέ δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που του συνέβη… τι ήταν εκείνο που το διακίνησε εσωτερικά… τι ακριβώς είχε νιώσει… και γιατί είχε βάλει τα κλάματα… μα κυρίως δεν κατάλαβε ποτέ, πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο μεγάλο, ισχυρό, περήφανο, ευφυές και δυνατό ζώο να κρατιέται «φυλακισμένο» από ένα «αστείο» σχοινάκι!..
Όσο και αν ρωτούσε τον πατέρα του, τη μητέρα του, τους δασκάλους του, τους φίλους τους· και στην πάροδο δεκαετιών όποιον θεωρούσε ότι μπορεί να ξέρει την απάντηση, καμία απόκριση δεν τον ικανοποιούσε… Μέχρι που πέρασαν δεκαετίες πολλές… και σχεδόν ηλικιωμένος πια ρώτησε έναν αιωνόβιο γέρο του βουνού που πιότερο στην όψη έμοιαζε με αγρίμι -μακριά από τους ανθρώπους- παρά με άνθρωπο, για να λάβει επιτέλους την απάντηση:
-«Αυτό που ρωτάς το ξέρεις ήδη, αλλά εγώ θα σου δώσω τις λέξεις για να μπορείς να το περιγράψεις,να το ορίσεις μέσα σου!..
Οι άνθρωποι του τσίρκο πήραν τον Μάλι από την Μαμά του όταν ήταν ένα πολύ μικρό ελεφαντάκι, το πιο πιθανό τη σκότωσαν πριν...(!). Έτσι ο Μάλι μεγάλωσε μαζί τους… δεμένος από την πρώτη μέρα που τον φυλάκισαν με αυτό το σχοινάκι και τον πάσαλο που είδες, προσπάθησε όσο ήταν μικρός πολλές φορές να φύγει μα ήταν μικρός και αδύναμος και δεν τα κατάφερε… Μετά έκανε το μεγάλο λάθος να θεωρεί ότι ποτέ δεν θα είναι πιο δυνατός από αυτό το σχοινί και δεν προσπάθησε ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ...»