Περιουσολόγιο

Περιουσολόγιο

Διήγημα, του Νίκου Ανδρείου



Έχει πολύ υγρασία απόψε και ένα μαύρο σύννεφο κατάσαρκα φυλακισμένο στο στέρνο μου, σαρκαστικά χασκογελάει. Αφού ήρθα δεν πρόκειται να φύγω. Ποτέ μου εξάλλου δεν είχα που να πάω, πέρα από εδώ.

Εδώ ηρεμώ, εδώ στοχάζομαι, εδώ αφουγκράζομαι, εδώ μυρίζω πιο έντονα το χώμα όταν βρέχει, εδώ μιλάω μόνος μου. Αλήθεια είπα έστω και μία, μόνο μία λέξη, – ποτέ μου σε άνθρωπο; Πολύ αμφιβάλλω… έτσι που αναπόφευκτα, σχεδόν αναντίρρητα, υπερβάλλω. Ποιος να μου το έλεγε πως θα ένιωθα αυτήν την εσώτερη «Βεζουβιακή λάβα» έτοιμη να ξεχυθεί και να τα κάψει όλα μέσα και έξω μου, σε συνάρτηση με αυτήν την παγωνιά που περονιάζει τα κόκαλα. Όπως θα έγραφαν και οι λογοτέχνες του παλιού καιρού. Κρύος σαν ατσάλι ο μαρμάρινος «θρόνος» που κάθομαι, μαύρος, υγρός και ξεφτισμένος   ο «μανδύας» της υγρασίας, που… μας περιβάλλει.

Πάλι καλά που το έχουν βουλώσει όλοι τους εδώ, από καιρό, έτσι που να αισθάνομαι μόνος. Τελικά θεωρώ πολύ αστεία τη λέξη μοναξιά! Λες και υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτήν την κακομούτσουνη χήρα, σε αυτήν τη ζωή ή ακόμα και στην άλλη! Την άλλη ας γελάσω υστερικά σαν τη Σαλώμη.

Πέρασμα στην άλλη ζωή σου λέει και κουραφέξαλα. Άμα είναι πέρασμα ρε μάγκες γιατί δεν περνάω όποτε θέλω; Και εκεί θυρωροί; Και εκεί πόρτα που αν δεν συνοδεύεσαι από την πρέπουσα παρέα, τρως πόρτα; Και εκεί αυτοί που έχουν προτεραιότητα περνάνε, ενώ οι άλλοι – οι πολλοί άλλοι – δεν...; Και εκεί στημένα διόδια του τίποτα περιμένοντας το κάτι;

Τέλος πάντων! Ποιος γαμεί ψηλά καπέλα;

Το θέμα μου είναι άλλο. Άντε να χωρέσω με όλους αυτούς εδώ μέσα! Βλέπεις έχουν χαρτιά κτήσεως από Δήμους, Νομαρχίες και βάλε. Άσε, που δε μπορώ να επικαλεστώ και χρησικτησία. Όλα τα φρόντισαν, όλα τα φρόντισα από καιρό. Ανάθεμα…  ούτε διάρρηξη δεν μπορώ να κάνω, τη στιγμή που ότι έχουν δεν το επιθυμώ! Άρα τζίφος η δουλειά και σήμερα! Άραγε θα έχει καμιά πρωινή κηδεία να πιούμε κανένα καφεδάκι;