«Τέλειωσε! Θα τα κάνω μπλε στα 50...»
«Τέλειωσε! Θα τα κάνω μπλε στα 50...»
του Νίκου Ανδρείου
Αισθάνομαι ότι γεννήθηκα περπατώντας… ότι ακόμα και στον αμνιακό σάκο της Μητέρας μου ως έμβρυο, κάπως… και με κάποιον ανεπίγνωστο τρόπο «πεζοπορούσα» -σαν την πέτρα που δεν θέλει επ’ ουδενί να χορταριάσει... σαν τον όμηρο ή τον φυλακισμένο που σκέφτεται μόνο πως θα δραπετεύσει, σαν το ασυμπίεστο νερό και τον άπιαστο αέρα!- εξερευνώντας το… άγνωστο που «βίωνα» και το αφάνταστο που θα ζούσα καθώς θα γεννιόμουν!.. Υπήρξαν περίοδοι που περπατούσα πολύ και άλλες που περπατούσα λιγότερο, πάντα όμως πεζοπορούσα… όσο άντεχα και μπορούσα· και όταν λέω μπορούσα/άντεχα δεν αναφέρομαι μόνο στην κούραση ή την έλλειψη χρόνου ή ακόμα και διάθεσης, μιλώ και για κάτι βαθύτερο και πιο επίπονο… Όταν περπατάς -και περπατάς μόνος, που είναι το καλύτερό μου!- ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ… θες δεν θες σκέφτεσαι και σκέφτεσαι τα πάντα… μα κυρίως όσα σε αφορούν βαθύτερα και «εκκωφαντικότερα»... μέσα στη σιωπή των λογισμών σου και τον ρυθμό του βηματισμού σου όλα α π ε λ ε υ θ ε ρ ώ ν ο ν τ α ι . Θέλει αντοχή, δύναμη, θάρρος, αυτοσυγκέντρωση και συσπείρωση δυνάμεων (Ψυχικών και σωματικών) για να περπατάς -και όταν λέω να περπατάς εννοώ/μιλάω για χιλιόμετρα... και όχι για μέτρα μέχρι το περίπτερο-!
Το... «περιστατικό»
Σήμερα καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου μετά από πεζοπορία, προσπέρασα περπατώντας γρηγορότερα μία κυρία που είχε συντροφιά της μία κοπέλα στην εφηβεία -μετά κατάλαβα ότι ήταν μάνα με κόρη-, καθώς ήμουν στην τελική φάση της προσπέρασής μου ακούω τη μαμά να λέει σχεδόν φωνάζοντας και με πάθος στην κόρη της: «Τέεελειωσε! Θα τα κάνω μπλε τα μαλλιά μου στα 50 και δεν θα με εμποδίσει κανείς!!! Το κατάααλαβες; Μπλεεεεε Τέεελειωσε!», αρχικώς αιφνιδιάστηκα κάπως και πριν προλάβω να χασκογελάσω -μέσα μου!.. οικογένειες και υπολήψεις δεν θίγουμε- ακούω την κόρη να της λέει: «Τρελάααθηκες ρε μαμά, τι μπλε; ρεζίλι θα μας κάνεις και ο μπαμπάς τι θα πει;».
Ήταν η καθοριστική στιγμή που αποφάσισα να «επέμβω» ούτε που ήξερα γιατί(;), μετά κατάλαβα!.. Γυρίζοντας το κεφάλι μου και απευθυνόμενος, πρώτα, στην έφηβη της είπα:«Η μαμά σου δεν τρελάθηκε, αυτό που σου λέει ίσως ετεροχρονισμένα και με έντονο τρόπο είναι ότι έχει ζήσει μία ζωή που προφανώς ήθελε να την ζήσει διαφορετικά και μέχρι τώρα δεν μπόρεσε!» και μετά κοιτώντας τη μαμά -με κάποια αμηχανία για το θάρρος/«θράσος» μου- είπα: «Να τα βάψετε όπως θέλετε κυρία μου, το μπλε, δε, που έχετε επιλέξει θα σας πηγαίνει πάρα πολύ!». Μετά από κάποια δευτερόλεπτα που όλα πάγωσαν σαν να παίζαμε σε ταινία του Ζαν Λυκ Γκοντάρ -και περιμένοντας εγώ την «καταιγίδα»- έγινε το παντελώς απρόσμενο! Η μαμά έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και με αγκάλιασε σφιχτά με δάκρυα στα μάτια σαν να γνωριζόμασταν από πάντα και βρεθήκαμε μετά από καιρό!!! Δεν είπαμε τίποτα άλλο μόνο... Κοιταχτήκαμε… και ήταν σαν να τα έχουμε πει ΟΛΑ…