ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Νάσος Βαγενάς, Πανωραία, Κέδρος, Αθήνα, 2016, 80 σελίδες
Ο Νάσος Βαγενάς αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση όχι μόνο πανεπιστημιακού δάσκαλου αλλά και δημιουργικού λογοτέχνη και ευαίσθητου ποιητή. Ένα τρίπτυχο που πολλοί θα ζήλευαν. Όταν αυτό υπηρετείται από τη σεμνότητα του δημιουργού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση Βαγενά, τότε παύουν τα λόγια. Είναι η ώρα των ιδιαίτερα δημιουργικών παραδειγμάτων.
Έναν χρόνο μετά την έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου με τα ποιητικά του Άπαντα από τον Κέδρο, το βιβλίο αυτό συνιστά φόρο τιμής στην αδελφή της γιαγιάς του (από την πλευρά του πατέρα του), που «μιλούσε την ποίηση» και πιθανότατα αποτελεί προϊόν εσωτερικής ανάγκης και συνάμα εξόφληση οφειλής, ένα αντιχάρισμα στη λαϊκή θυμοσοφία του προσώπου, που υπήρξε το έναυσμα των πρώτων ποιητικών καταβολών και ηθικής συγκρότησης του ποιητή. Η ακριβολόγος και εναργής γραφή του ρέει στρωτά, αβίαστα, αρμονικά και συμπυκνώνει υψηλό βαθμό αισθητικής ευστοχίας, κατανόησης των γιγνομένων και αποτύπωσής τους στο χαρτί μετά από επιτυχημένη διήθηση μέσα από τα προσωπικά φίλτρα του ποιητή.
Η γραφή ηθελημένα και ειλικρινά αποτυπώνει την απλότητα του παιδιού, που ανακαλύπτει τον κόσμο. Το περιεχόμενο έχει ως στόχο αναφοράς το αδιαμφισβήτητο χάρισμα ανάλυσης των πραγμάτων, φιλοσοφικής διαπίστωσης και επιτυχούς λεκτικής διατύπωσης από το στόμα μιας απλής γυναίκας του λαού, όχι τυπικά μορφωμένης, που αποτελεί όμως φορέα μακραίωνης θυμοσοφίας. Ο γράφων αρύεται από τη μνήμη και τα λόγια της, τα εντάσσει όμως στη δική του δομή, σύνθεση και ρυθμό, στη δική του ποιητική αναδημιουργία.
Ο Βαγενάς δίνει την εντύπωση ότι ουσιαστικά δέεται με το πόνημα αυτό απέναντι στο αντικείμενο έμπνευσης και θαυμασμού από την παιδική του ηλικία στην πόλη της Δράμας κατά τη δεκαετία του 1950. Επιστρέφει ως θυμίαμα (και όχι ως απλό λιβανωτό) το σέβας στην πνευματική αποκάλυψη της παιδικής ηλικίας. Γι’ αυτό αποπνέει γνήσια συγκίνηση, ειλικρινή σεβασμό και απόδοση τιμής στο πρόσωπο, που, κατά την παιδική ηλικία του δημιουργού, συνεισέφερε στη συγκρότηση κοσμοθεωρίας, χαρακτήρα και αντίληψής του για τα πράγματα. Ένα, αλλά αποκαλυπτικά ηχηρό χαρακτηριστικό παράδειγμα (ερανίζομαι από τη σελίδα 56):
‘‘Τι είναι, Πανωραία μου, η ζωή;’’,
είπε ρουφώντας τον καφέ η Δέσποινα· ‘‘ένα τίποτα!‘’
‘Όχι ακριβώς’’, την έκοψε· ‘‘είναι ένα κάτι
ανάμεσα σε δύο τίποτα’’.
Γιώργης Ε. Μανουσάκης