Απουσία

Η “Απουσία”, είναι ένας ποιητικός μονόλογος, που περιγράφει, ανασυνθέτει και αναβιώνει τα συναισθήματα που τρέφει ένας άντρας για μία γυναίκα που υπήρξαν μαζί ως ερωτικό ζευγάρι, μα πλέον βρίσκονται σε διάσταση. Στο πόνημά μου προβάλλονται όλες εκείνες οι φωτεινές πραγματώσεις και εκφάνσεις ενός αληθινού Έρωτα. Ενίοτε ονειρικού και απόκοσμου μα υπαρκτού. Η σχάση, η διάσταση, ο χωρισμός αυτών των δύο, δε γεννά τίποτα το αρνητικό, πανθομολογούμενη απόδειξη ότι αγαπήθηκαν πραγματικά. Ο άντρας - ήρωας του ποιήματος, που αναπολεί και θυμάται, ουσιαστικά επιχειρεί τη λεγόμενη –για την επιστήμη της Ψυχιατρικής & Ψυχολογίας – Επανορθωτική εμπειρία.

Ν.Α.

 



 

Απόσπασμα:

Η απουσία σου με όρισε σε τούτη την ξεραμένη  λίμνη,

να πλέκω μουχλιασμένα καλάμια στης μνήμης τις όχθες.

Το χώμα ακόμα βαστά λίγη υγρασία σαν να υπόσχεται

τη ζωή, το αντάμωμα, ζωντανά στην όψη υγρά καλάμια.

Γονατιστός θα μείνω μα μήτε μία λέξη προσευχής δεν θα  ψελλίσω πιστός στην απιστία μου,

ανέγγιχτα προικισμένος στης στοργής σου το αιώνιο πρόσωπο.

Ανέραστος μα πάντα έτοιμος να μεθύσω απ’ τους άδολους χυμούς σου.

Αόρατος ιεροφάντης στην νωχελικότητα που τρέφει με μαύρο γάλα η μοναξιά  μου.

Κατάφορτος από των χυμών σου το άρωμα,

πάντα έτοιμος για το επόμενο μαρτυρικό μας αντάμωμα.

Που νέο βάπτισμα απλόχερα θα μας δώσει,

νέα θαρρετά ονόματα θα μας χαρίσει προφέροντάς τα λιτά.

Κάνοντας πως δεν γνωριζόμαστε θα συστηθούμε μέσα από μια ζεστή αγκαλιά,

που θα τοποθετήσει, τα χέρια στους πιο άκαμπτους σπονδύλους μας, αναγκάζοντάς μας να γονατίσουμε στον τόπο και στο χρόνο.

Δείχνοντας ακόμα και στον πιο απρόσεχτο εξερευνητή πως υπήρξαμε αγκαλιασμένοι τόσο σφιχτά που αφήσαμε τα χνάρια μας.

Μιλώ σε ότι άφησες

σε κάθε αόριστο απολίθωμα – σημάδι πως ζούσες πριν …,

πολύ πριν σε τούτο το νεόκοπα άγονο τόπο

όντας μουγκή

συναισθανόμενη το κάλλος της φύσης,

τους ηπίους ανέμους της ύπαρξης σου.

Τώρα ξέρω πως με περίμενες, πως γνώριζες από καιρό  τον ερχομό μου.

Σκαλίζοντας με φρέσκα ζωντανά κλαράκια το χώμα καταστρέφοντας σιγά σιγά το οξυγόνο που θα ανέπνεα, ορίζοντας την αναπνοή μου μόνο μέσα απ’ τα φιλιά σου, την ύπαρξη μου μέσα απ’ τα χάδια σου, το θάνατό μου κάνοντας το σφιχτό σου σώμα κοιμητήριο.

Και όμως τα αναφιλητά δεν άρκεσαν,

και  όμως οι ορίζοντες δεν σμίκρυναν,

και όμως οι οριζόντιες γραμμές που μας όριζαν δεν ενώθηκαν ποτέ με πείσμα, στους άπονους καιρούς

που ζήσαμε ολότελα γυμνοί.

ίσως γιατί ήμασταν πολύ περήφανοι,

ίσως γιατί τα χέρια μας μόνο έσφιγγαν μα άμαθα ήταν,

στο εργόχειρο της Αγάπης.

Και όμως …καρπίσαμε.

Ολόγυρα οι άγουροι καρποί μας. [...]