Μάνες Ωχρές

Πρόλογος

Τα ειλικρινέστερα λόγια που έχω ακούσει, ενυπάρχουν στον υπό- τιτλο τούτου του έργου: παραληρηματικός ποιητικός μονόλογος. Η πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική αφηγηματική λειτουργία αποκαλύπτει ένα έργο άγριο, ίσως σκληρό και, κάποιες φορές, σοκαριστικό. Και αυτό γίνεται όχι γιατί ο Ανδρείος αρέσκεται ενεργητικά ή παθητικά στην αγριότητα, αλλά γιατί ο ίδιος καταγράφει το σκηνικό των πράξεων των ηρώων του, διαστρωματωμένο και εξικνούμενο από τις κοινωνικές συν- θήκες και τα προσωπικά πάθη. Αστικός ρεαλισμός λοιπόν, με προεκτά- σεις ψυχολογικής υφής. Τρεις είναι οι κύριοι πόλοι, που μαγνητικά συσπειρώνουν (και τε- λετουργικά εξακοντίζουν σε μια αμφίδρομη διαδικασία) τη δυναμική αυτού του ποιήματος: Πρώτον, η σκιαγράφηση της φυσιογνωμίας της μάνας. Μιας μάνας που αντιπαλεύει τις πολλαπλές αντιξοότητες της ύπαρξης, όχι πάντα με επιτυχία, γεγονός που την καθιστά ακόμη πιο τραγική φιγούρα. Οι αντιξοότητες αυτές, ειδικότερα του ανθρώπινου περιβάλλοντος, την αναδεικνύουν ακόμη πιο πολύτιμη ως σύντροφο, πρότυπο και εν τέλει παράγοντα διαμόρφωσης χαρακτήρα. Δεύτερον, η λειτουργία του πόνου, ιδιαίτερα ως πόλου έλξης και άπωσης. Συμβολίζεται σε όλο το έργο με το μαχαίρι (εξωτερική λει- τουργία) και τα αιμάσσοντα χέρια του ήρωα (εσωτερική λειτουργία). Ο πόνος προέρχεται από τα γύρω και ταλανίζει τους ήρωες, που τον απο- δέχονται, φοβισμένα βέβαια στην αρχή, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να τον αρνηθούν, αλλά ούτε και το θέλουν, μια και έτσι θα αποδεικνύο- νταν αναίσθητοι: αφού η κοινωνία έχει μόνο πόνο να σου δώσει, δέξου τον. Δέξου τον και κατόπιν μετάτρεψέ τον αρχικά σε μακροθυμία και αργότερα σε ζωή. Αυτό αποτελεί και το μήνυμα: η εξαγωγή θετικών από τα αρνητικά, μέσα από αναντίλεκτα οδυνηρές διαδικασίες. Αυτόματα λοιπόν, ο πόνος αποβαίνει καταληκτικά και αυτός ως παράγων διαμόρ- φωσης της προσωπικότητας των ηρώων, είτε θετικά είτε αρνητικά είτε και τα δύο. Τρίτον, η λειτουργία της μνήμης. Ο ίδιος ο ήρωας διερωτάται: «η μνήμη με έσωσε ή μήπως με φυλάκισε;». Χωρίς πολλά πολλά, η αλήθεια είναι πάντα κάπου στη μέση. Επιτελεί έτσι ένα ρόλο εξισορρόπησης, δίνοντας στίγμα ύπαρξης, που απωθείται από το κακό και τείνει προς την αντίθετη πλευρά. Η τραγικότητα όμως έγκειται στο ότι η απωστική δύναμη δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο οι ήρωές μας θα ήθελαν. Έτσι σημα- τοδοτείται μια έκβαση περιμετρική του πόνου, που τους κρατά πάντα σε ιοντισμό και υπερδιέγερση. Η γραμμή αυτή χάνεται στο άπειρο, με- τατρέποντας τη θέση τους σε μαρτύριο διαρκείας. Ο σαφής επηρεασμός από τα μητρικά πάθη εκδηλώνεται από την άρνηση του ήρωα ν’ αποκτήσει οικογένεια, που την νοεί πλέον ως πλη- γή. Εν κατακλείδι όμως λειτουργεί θετικά, αφού τον κάνει καλύτερο άνθρωπο με προοπτική [...]να ζήσουμε μια άφοβη μέρα[...]. Μέσα από αυτό του δίνεται το έναυσμα –και μάλιστα αγωνιστικό– για ζωή. Το πνευματικά και αισθητικά αξιολογήσιμο είναι ότι όλη η ταντάλεια πορεία μέσα από τους ήχους της προσωπικής κόλασης με κατεύθυνση το βασίλειο του Φωτός (δεν έχουν φτάσει ακόμη), ουσιαστικά αποτελεί μια από τις κυριότερες συνιστώσες της Τέχνης, που είναι το ξόρκισμα των δαιμόνων μας, μια τελετουργία πάνδημης ανακοίνωσης, αφού βέ- βαια πρωτίστως σταθεροποιηθούμε συναισθηματικά (ή και όχι κάποιες φορές). Αυτό είναι ένα συστατικό της παγκόσμιας δραματουργίας, που μετατρέπει την Τέχνη σε κολυμβήθρα ανάνηψης ψυχικής. Λειτουργία πολύτιμη, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους καιρούς… Αποληκτικά: το έργο είναι ενδιαφέρον. Η αρχική σκληρότητα, άφθο- νη όπως οι συνθήκες το επιτάσσουν, μεταστοιχειώνεται γρήγορα σε μια θυμωμένη αποδοχή, που με τη σειρά της αποβαίνει εφαλτήριο μετατρο- πής σε θετικότητα και σηματοδοτεί έτσι μονοπάτια σκέψης και πράξης που απωθούνται από το Κακό, οριοθετώντας πορεία προς το καλύτερο και τελικά προς το Καλό. Είναι μια ρεαλιστική καταγραφή των πραγ- μάτων: σύγχρονη – ανθρώπινη – διδακτική. Το μεγαλύτερο προσόν, εκτός της ηθικής ποιότητας, είναι ότι, ενώ το έργο όντως αποτελεί ένα παραληρηματικό χορό με τους δαίμονές μας, παντού ενυπάρχει η πυρε- τώδης διεγερτική επιθυμία της επόμενης σελίδας και του τι γίνεται σ’ αυτήν. Αυτό δεν το κατορθώνει ο καθένας, πόσο μάλλον σε ένα έργο εξ ορισμού και θέματος δύσκολο. Το περιεχόμενο άλλωστε συγκλίνει –και μάλιστα αβίαστα– στο ζητούμενο, που είναι η εκφόρτιση των εξω- τερικών καταναγκασμών, η νομοτελειακά αιτιώδης σχέση μεταξύ εξω- τερικών ερεθισμάτων και αποτύπωσης των αισθήσεων και η εσώτερη διαλεκτική επικοινωνία μας με τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Έτσι επιτυγ- χάνονται και οι δύο του στόχοι: α) η μυητική λειτουργία: το προσωπικό μετακενώνεται σε κάτι το κοινό που αφορά όλους μας και β) η κοινω- νική – διδακτική διάσταση: η συνειδητοποίηση της αναμφισβήτητης θετικότητας του τελικού μηνύματος του Ανδρείου που συμπυκνώνεται στο εξής: σε μας μένει να αποφασίσουμε τι θα αποτελέσουμε: μέρος του προβλήματος ή μέρος της λύσης;

Γ. Ε. Μανουσάκης Φιλόλογος – Ερευνητής

 



 

Απόσπασμα:

ΑΡΧΗ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ:
Με συγκινούν οι μάνες οι ωχρές
με τα μικρά τους στην αγκαλιά
σαν πορεύονται…
σαν γεύονται τις λαϊκές τις αγορές του κόσμου!
Πού να σταθεί για να θηλάσει μια μάνα;
Ο κόσμος τρέχει κοιτώντας για να βρει κάτι αγνό.
— Κάτι ιερό·
Και πιο ιερό από τη μάνα που θηλάζει το παιδί της, δεν υπάρχει,
πιο πλήρης τροφοδοσία του σύμπαντος
δεν μπορεί να επιτευχθεί [συμπαντική(πραγματική)].
— ΓΑΛΑ
— ΧΙΟΝΙ
— ΣΥΝΝΕΦΟ
— ΓΑΛΑ με ΑΙΜΑ – ηδονικό
Με συγκινούν οι μάνες οι ωχρές.
— ΑΚΟΥ
Το γλείψιμο κάθε ροδαλής θηλής ωχρής μάνας
Προσδόκα –με αλλόκοτους ήχους– να είμαι όλα τα μωρά Θεία βρέφη
και κανένα.
— ΑΚΟΥ
Θανατωμένα βρέφη στον καιάδα – χωρίς σταυρούς·
Τα ακούω… μα δεν κλαίνε.
Γιατί οι στιλπνές –απ’ τα δάκρυα– αρτιμελείς μήτρες τους…
μπόρεσαν να ζήσουν και μετά το θάνατό τους…
— ΑΚΟΥ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
— ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΑΚΟΥ
Σαν είσαι μάνα οφείλεις τα μάτια να κρατάς ανοιχτά…·
είσαι καταδικασμένη να προβάλλει αενάως κατακόρυφη η μητρότητα
στο βλέμμα σου – αυθύπαρκτα σε κάθε άνοιγμα, κοίταγμα.
Η πόρτα ανοίγει
κι αγωνία για επιστροφή
στο ζύμωμα όλο και πιο ηδονικά μετρά λεπτά,
μα δεν ξεχνιέται,
στα χέρια το μικρό μεγάλο όραμα – με προσδοκίες ζωντανό.
Στο αντάμωμα με το αμπέλι της ζωής της.

Πάλι μόνη,
πάλι μαζί του,
μόνη μαζί του θα ψωνίσει
προσέχοντας μην ψωνιστεί
μην κάποια απ’ τις κραυγές του κόσμου δεν προσέξει·
όλα μιλούν.
— ΠΡΟΣΕΞΕ
Το παιδί της μην της πέσει και κείνη δεν το αντιληφθεί.
Προς Θεού, το παιδί μου, σκέφτεται.
Ύπαγε πίσω Διάολε βρομερέ,
μα όμορφε, ω, πόσο όμορφος είσαι·
μονολογεί και συλλογιέται τα σεντόνια της,
τη γέννα της τον θάνατό της,
εκείνον που τώρα την έχει αφήσει μόνη,
μόνη να πάει για ψώνια…
Θα τους συντηρήσω όλους με το γάλα μου σκέφτεται
και κλείνει την πόρτα.
Καθώς με προσοχή κατεβαίνει τα σκαλιά… της ψυχής της.
Δεν θέλω να πω καλημέρα σε κανέναν
ούτε και εσύ —
ΜΕ ΑΚΟΥΣ;
ούτε και εσύ!!!
Και ας σε κοιτούν χαριτωμένα
και ας σου παίζουν το έργο της συμπάθειας,
γαμημένη συμπάθεια,
πού ήταν όταν πονούσα;
Όταν μου έλεγαν σφίξου σφίξου.
Πριν…
Πολύ πριν…
— ΑΚΟΥ
Όλοι τους έλεγαν με ένα πόνο
— ΨΕΕΥΤΕΕΕΣ
με χιλιάδες πόνους έπρεπε να μου πείτε
— ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Ποιος σε κατηγόρησε;
Σου είπα μήπως, ότι φταις εσύ;
Χαριτωμένο μου
Πάντα ήθελα ένα παιδί δικό μου ολόδικό μου.